Θρεπτικά Συστατικά

Θρεπτικά Συστατικά


Η διατροφή των κουνελιών περιλαμβάνει και ένα μεγάλο ποσοστό με φρέσκα χόρτα και τροφές πλούσιες σε ω-3 λιπαρά οξέα, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα κρέας πλούσιο σε ω-3 λιπαρά οξέα και όλα τα γνωστά οφέλη που προκύπτουν από αυτά.

Το κουνελίσιο κρέας έχει να επιδείξει εξαιρετική θρεπτική και διαιτητική αξία, συγκρινόμενο με άλλα κρέατα, η οποία είναι λίγο γνωστή στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

Τα αυξανόμενα ερευνητικά δεδομένα των τελευταίων ετών αποδεικνύουν πολύ καλά το ρόλο που μπορεί να παίξει το κουνελίσιο κρέας στη ορθή και υγιεινή διατροφή του καταναλωτή και η οποία οφείλεται στα πολυάριθμα και σημαντικά πλεονεκτήματά του, όσον αφορά στα διάφορα θρεπτικά του συστατικά.

1. Περιεκτικότητα σε λίπος, θερμίδες και πρωτεΐνες

Ένα από τα πρώτα βασικά πλεονεκτήματα του κουνελίσιου κρέατος είναι η χαμηλή του περιεκτικότητα σε λίπος και το χαμηλό ενεργειακό του περιεχόμενο (θερμίδες) σε σύγκριση με τα πιο «διαδεδομένα» κρέατα, όπως το χοιρινό, το μοσχαρίσιο ,το πρόβατο και το κοτόπουλο, γεγονός που το καθιστά εξαιρετικής διαιτητικής αξίας.

Δεύτερο βασικό πλεονέκτημα είναι η συγκριτικά μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (Πίνακας 1), οι οποίες μάλιστα είναι υψηλής βιολογικής αξίας, δηλαδή πλουσιότερες σε απαραίτητα για τον οργανισμό αμινοξέα (λυσίνη, θειούχα αμινοξέα, βαλίνη, ισολευκίνη κ.ά)

Πίνακας 1. Μέση σύσταση και ενεργειακό περιεχόμενο (θερμίδες) διαφόρων ειδών κρεάτων (ανά 100 γρ κρέατος)

  Χοιρινό Μοσχάρι Κοτόπουλο Κουνέλι
Νερό (γρ) 60,0 58,0 67,0 72,0
Πρωτεΐνες (γρ) 16,0 17,5 19,5 22,4
Λίπος (γρ) 26,0 24,0 12,0 8,2 *
Θερμίδες (kcal) 295,0 287,0 200,0 160,0

*Αφορά τη μέση περιεκτικότητα σε λίπος. Συγκεκριμένα τεμάχια κρέατος μπορεί να περιέχουν ποσότητα λίπους κατά πολύ χαμηλότερη, όπως ο επιμήκης ραχιαίος (1,8 γρ/100 γρ) και τα οπίσθια άκρα (3,4 γρ/100 γρ).
Πηγή δεδομένων: Dalle Zotte & Szendrő, 2011.

Επιπλέον, το κουνελίσιο κρέας δεν περιέχει ουρικό οξύ και χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα πουρινών, μειώνοντας τις πιθανότητες εμφάνισης παθολογικών καταστάσεων, όπως η φλεγμονώδης αρθρίτιδα.

2. Περιεκτικότητα σε ανόργανα στοιχεία

Παρότι το κουνελίσιο κρέας χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα σιδήρου, όπως όλα τα λευκά κρέατα, συγκεντρώνει άλλα πλεονεκτήματα όσον αφορά στην περιεκτικότητα του σε ανόργανα στοιχεία.

Το βασικότερο πλεονέκτημα είναι η πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο συγκριτικά με άλλα είδη κρεάτων (Πίνακας 2). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την περιεκτικότητά του σε κάλιο (το οποίο ανταγωνίζεται το νάτριο στον οργανισμό) έχει ιδιαίτερη σημασία στην πρόληψη και τον περιορισμό της αρτηριακής υπέρτασης.

Άλλο χαρακτηριστικό επίσης του κουνελίσιου κρέατος είναι η υψηλή περιεκτικότητα σε φωσφόρο σε σχέση με το χοιρινό, το μοσχαρίσιο κρέας και το κοτόπουλο.

Επιπλέον το κρέας του κουνελιού μπορεί εύκολα να εμπλουτιστεί, με διατροφικούς χειρισμούς κατά την πάχυνση και αναπαραγωγή του κουνελιού , με άλλα απαραίτητα στοιχεία για τον οργανισμό, όπως είναι το σελήνιο (συμβάλλει στην αντιοξειδωτική προστασία του οργανισμού μεταξύ άλλων).

Πίνακας 2. Περιεκτικότητα διαφόρων ειδών κρεάτων σε ανόργανα στοιχεία (γρ ανά 100 γρ κρέατος)

  Χοιρινό Μοσχάρι Κοτόπουλο Κουνέλι
Ασβέστιο (Ca) 7-8 10-11 11-19 2.7-9.3
Φωσφόρος (P) 158-223 168-175 180-200 222-234
Κάλιο (K) 300-370 330-360 260-330 428-431
Νάτριο (Na) 59-76 51-89 60-89 37.47
Σίδηρος (Fe) 1.4-1.7 1.8-2.3 0.6-2.0 1.1-1.3
Σελήνιο (Se) 8.7 17 14.8 9.3-15

Πηγή δεδομένων: Dalle Zotte, 2004

3. Περιεκτικότητα σε βιταμίνες

Το κρέας όπως προαναφέρθηκε αποτελεί μία πολύ σημαντική πηγή βιοδιαθέσιμων (εύκολα απορροφήσιμων από τον οργανισμό) βιταμινών. Για τις περισσότερες βιταμίνες δεν παρατηρούνται μεγάλες διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρεάτων ή αν παρατηρούνται τα επίπεδα τους χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη παραλλακτικότητα.

Εκείνο όμως που κάνει το κουνελήσιο κρέας να ξεχωρίζει είναι η περιεκτικότητά του σε βιταμίνη Β12, ή οποία είναι κατά 10 φορές υψηλότερη από ότι σε άλλα λευκά κρέατα (Πίνακας 3).

Η Β12 παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο νευρικό σύστημα και στην αιμοποίηση και η πενία της σχετίζεται με έντονες παθολογικές καταστάσεις (νευρικές διαταραχές, αναιμία κ.ά.).
Μία μερίδα κουνελήσιου κρέατος 100 γρ υπερκαλύπτει την ημερήσια συνιστώμενη δόση των 2 μικρογραμμαρίων (μg) για τους ενήλικες

Πίνακας 3. Περιεκτικότητα διαφόρων ειδών κρεάτων σε βιταμίνες (mg ανά 100 γρ κρέατος)

  Χοιρινό Μοσχάρι Κοτόπουλο Κουνέλι
Β1 0,38-1,12 0,07-0,10 0,06-0,12 0,18
Β2 0,10-0,18 0,11-0,24 0,12-0,22 0,09-0,12
Β6 0,50-0,62 0,37-0,55 0,23-0,51 0,43-0,59
Β12 1,0 2,5 <1,0 8,7-11,9
Φυλλικό οξύ, μg 1 5-24 8-14 10
Ε 0-0,11 0,09-0,20 0,26 0,16
D, μg 0,5-0,9 0,5-0,8 0,2-0,6 μικρά ίχνη

Πηγή δεδομένων: προσαρμογή από Dalle Zotte, 2004

Από τις λιποδιαλυτές βιταμίνες, η D απαντάται σε ασήμαντα ίχνη στο κουνελήσιο κρέας, ενώ η βιταμίνη Ε σε σημαντικές ποσότητες, οι οποίες μάλιστα μπορούν να τριπλασιαστούν (από 0,16 σε 4,46 mg ανά 100 γρ κρέατος) με με διατροφικούς χειρισμούς εμπλουτισμού του σιτηρεσίου των κουνελιών σε βιταμίνη Ε, κατά την πάχυνση και αναπαραγωγή του κουνελιού , προς όφελος του καταναλωτή.

4. Σύσταση του λίπους σε λιπαρά οξέα και περιεκτικότητα σε χοληστερόλη

Η χαμηλή περιεκτικότητα σε χοληστερόλη, σε σύγκριση με άλλα είδη ζώων, (Πίνακας 4) καθιστά το κουνελήσιο κρέας εξαίρετο τρόφιμο για τον καταναλωτή.

Η χαμηλή χοληστερόλη σε συνδυασμό και με την πολύ καλή σύσταση του λίπους (ενδομυϊκού) σε λιπαρά οξέα (χαμηλά κορεσμένα, υψηλά πολυακόρεστα-ιδιαίτερα ω-3 πολυακόρεστα) μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των πιθανοτήτων σχηματισμού αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες, προλαμβάνοντας παθολογικές καταστάσεις του καρδιαγγειακού συστήματος (αρτηριοσκλήρυνση, στεφανιαία νόσος κ.ά.) και στη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα.

Πίνακας 4. Περιεκτικότητα σε χοληστερόλη (mg ανά 100 γρ κρέατος) και σύσταση σε λιπαρά οξέα (% των συνολικών λιπαρών οξέων) διαφόρων ειδών κρεάτων

  Χοιρινό Μοσχάρι Κοτόπουλο Κουνέλι
Κορεσμένα 38,1 45,2 32,7 38,9
Μονοακόρεστα 46,7 43,5 35,4 28,0
Πολυακόρεστα 13,8 8,79 27,4 32,5
ω-3 πολυακόρεστα 0,7 1,4 2,0 5,5
Χοληστερόλη 62,7 48,7 55,3 47,0

Πηγή δεδομένων: προσαρμογή από Hernàndez & Dalle Zotte, 2010

Σημειωτέον, ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο στο κρέας του κουνελιού με τους σωστούς διατροφικούς χειρισμούς κατά την πάχυνση και αναπαραγωγή του κουνελιού , προς όφελος του καταναλωτή..

Η ενδεδειγμένη διατροφή του κουνελιού, αλλά και των άλλων παραγωγικών ζώων, είναι ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται η ποιότητα του τελικού προϊόντος από την άποψη της σύστασης σε λιπαρά οξέα.

Πέραν αυτών, τα πιο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι το κουνελίσιο κρέας έχει μία σχετικά καλή περιεκτικότητα σε διακλαδισμένα λιπαρά οξέα, τα οποία αποτελούν ειδική κατηγορία λιπαρών οξέων, με πολύ σημαντική αντικαρκινική δράση.

Συμπεράσματα

Το κουνελίσιο κρέας συγκεντρώνει πολλά πλεονεκτήματα για τον καταναλωτή έναντι άλλων ειδών κρεάτων βάση έγκυρων επιστημονικών πηγών, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:

  • Χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης,
  • Χαμηλά επίπεδα πουρινών και ουρικού οξέος,
  • Υψηλά επίπεδα πρωτεϊνών άριστης βιολογικής αξίας,
  • Χαμηλά επίπεδα νατρίου και αντίστοιχα υψηλά καλίου και φωσφόρου,
  • Υψηλή συγκέντρωση βιταμινών Β (κυρίως της Β12),
  • Χαμηλά επίπεδα κορεσμένων και μονοακόρεστων λιπαρών οξέων,
  • Υψηλά επίπεδα πολυακόρεστων και ιδιαίτερα των ω-3 λιπαρών οξέων,
  • Ικανοποιητικά επίπεδα ειδικών κατηγοριών λιπαρών οξέων, όπως τα διακλαδισμένα λιπαρά οξέα (με σημαντική αντικαρκινική δράση)

Παρά τα παραπάνω πλεονεκτήματα, το κουνελίσιο κρέας μπορεί μέσω της ενδεδειγμένης διατροφής, κατά την πάχυνση και αναπαραγωγή του κουνελιού , να εμπλουτιστεί ακόμα περισσότερο με σημαντικά θρεπτικά συστατικά (ω-3 λιπαρά οξέα, σελήνιο, κ.ά.), τα οποία ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη σημασία του στη διατροφή του ανθρώπου, προς όφελος του καταναλωτή

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι συγκαταλέγεται στη λίστα των πιο υγιεινών και θρεπτικών επιλογών, με :

Μικρή θερμιδική απόδοση

Μεγάλη διατροφική αξία και

Μεγάλη ευεργετική δράση

γεγονός ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους προσέχουν τη σιλουέτα τους και ταυτόχρονα αναζητούν εκλεπτυσμένες γευστικές απολαύσεις σε ένα λευκό και τρυφερό κρέας, εύπεπτο και εξαίρετο συνοδευτικό τροφών, πλούσιων σε φυτικές ίνες.

Τα θρεπτικά συστατικά του κρέατος του κουνελιού έχουν διαπιστωθεί σε μελέτες και αναφέρονται στις ακόλουθες βιβλιογραφίες

 

Βιβλιογραφία

Combes, S. (2004). Valeur nutritionnelle de la viande de lapin. INRA Production Animales, 17, 373−383.

Combes, S., & Dalle Zotte, A. (2005). La viande de lapin: valeur nutritionnelle et particularités technologiques. Proc. 11èmes Journées de la Recherche Cunicole, 29–30 November 2005, Paris, France (pp. 167−180).

Dalle Zotte, A. (2002). Perception of rabbit meat quality and major factors influencing the rabbit carcass and meat quality. Livestock Production Science, 75, 11−32.

Dalle Zotte, A. (2004). Avantage diététiques. Le lapin doit apprivoiser le consommateur. Viandes Produits Carnés, 23(6), 1−7.

Dalle Zotte A., Szendrő Z, 2011. The role of rabbit meat as functional food. Meat Science 88, 319-331.

Dokoupilová, A., Marounek, M., Skřivanová, V., & Březina, P. (2007). Selenium content in tissues and meat quality in rabbits fed selenium yeast. Czech Journal of Animal Science 52, 165−169.

Hernàndez, P. (2007). Carne de conejo, ideal para dietas bajas en ácido úrico. Revista Científica de Nutrición. N° 8 Septiembre. Boletín de Cunicultura, 154, 33−36.

Hernàndez, P., Dalle Zotte, A. (2010). Influence of diet on rabbit meat quality. pp 163–178. In: Nutrition of the rabbit. Edited by C. de Blas, Univesidad Poletenica, Madrid, J. Wiseman, University of Nottingham, UK, 2nd ed., ISBN-13:978 1 84593 669 3.

Hernàndez, P., & Gondret, F. (2006). Rabbit meat quality. In L. Maertens, & P. Coudert (Eds.), Recent advances in rabbit sciences (pp. 269−290). Melle, Belgium: ILVO.

Leiber, F., Meier, J. S., Burger, B., Wettstein, H. R., Kreuzer, M., Hatt, J. M., et al. (2008). Significance of coprophagy for the fatty acid profile in body tissues of rabbits fed different diets. Lipids, 43, 853−865.

Papadomichelakis, G., Anastasopoulos, V., Karagiannidou, A., Fegeros, K., 2010a. Effects of dietary digestible fibre and soybean oil level on the odd-numbered, branched-chain and hydroxy-fatty acids of caecotrophs in rabbits. Animal Feed Science and Technology 158, 95-103.

Papadomichelakis, G., Karagiannidou, A., Anastasopoulos, V., Fegeros, K., 2010b. Effect of dietary soybean oil addition on the odd-numbered and branched-chain fatty acids in rabbit meat. Meat Science 86, 264-269.

Williams, P. (2007). Nutritional composition of red meat. Nutrition & Dietetics, 64, S113−S119.

Wongtangtintharn, S., Oku, H., Iwasaki, H., Toda, T., 2004. Effect of branched-chain fatty acids on fatty acid biosynthesis of human breast cancer cells. Journal of Nutritional Science and Vitaminology 50, 137–143.

Yang, Ζ., Liu, S., Chen, X., Chen, H., Huang, M., Zheng, J., 2000. Induction of apoptotic cell death and in vivo growth inhibition of human cancer cells by a saturated branched-chain fatty acid, 13-methyltetradecanoic acid. Cancer Research 60, 505–509.

 

×

Μείνετε σε επαφή

Κάντε εγγραφή για να ενημερώνεστε,
για τα νέα μας και τις προτάσεις μας

Μπορείτε να σταματήσετε να δέχεστε e-mail όποτε θέλεται